- προεμβάλλω
- ΜΑ [ἐμβάλλω]1. εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ προηγουμένως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «προεμβάλλει τε εἰς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας», Παυσ.β. «προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῡ βόθρου», Γεωπ.)2. προνοώ ώστε κάτι να τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλααρχ.1. εξέχω, προεξέχω («ἱμάντα... ὀξὺν καὶ προεμβάλλοντα», Φιλόστρ.)2. (για πλοία) επιχειρώ πρώτος εμβολή, χτυπώ πρώτος με το έμβολο3. επιτίθεμαι, προσβάλλω πρώτος4. επιχειρώ επιδρομή πρώτος5. προκαλώ, εμπνέω προηγουμένως («προενεβεβλήκει κατελπισμὸν τοῑς ὄχλοις», Πολ)6. (σχετικά με αγοραπωλησίες) καταθέτω, ενεχυριάζω προηγουμένως7. (για επιδέσμους) τοποθετώ, εφαρμόζω προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.